ναζισμός

ναζισμός
ο
εθνικοσοσιαλισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ναζισμός — Βλ. λ. εθνικοσοσιαλισμός. * * * ο η ιδεολογία και το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς που είχε εγκαθιδρύσει το Ναζιστικό (Εθνικοσοσιαλιστικό) Κόμμα τού Αδόλφου Χίτλερ στη Γερμανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nazism < Nazi… …   Dictionary of Greek

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… …   Dictionary of Greek

  • εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… …   Dictionary of Greek

  • νεοναζισμός — ο [ναζισμός] ρεβανσιστική σωβινιστική πολιτική και ιδεολογική κίνηση αναβίωσης τού ναζισμού …   Dictionary of Greek

  • Κοκόσκα, Όσκαρ — (Oscar Kokoshka, Πέχλαρν 1886 – 1980). Αυστριακός ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αι. Αφού φοίτησε για ένα διάστημα στο Ινστιτούτο Τεχνών και Επαγγελμάτων της Βιέννης, διαμορφώθηκε από την επαφή …   Dictionary of Greek

  • Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας …   Dictionary of Greek

  • Νόλντε, Εμίλ — (Nolde, Νόλντε 1867 – Ζεεμπλούελ 1956).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο (από το 1904) του Γερμανού ζωγράφου Emil Hansen. Υπήρξε αρχικά λεπτουργός και χαράκτης, αλλά στα τελευταία χρόνια του 19ου αι. άρχισε να επιδίδεται στη ζωγραφική. Σπούδασε στο Παρίσι,… …   Dictionary of Greek

  • Ντιξ, Ότο — (Otto Dix, Ούντερμχαους, Θουριγκία 1891 – Ζίνγκεν, Κωνσταντία 1969). Γερμανός ζωγράφος. θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς ζωγράφους. Αποφοίτησε από τη σχολή διακοσμητικής της Δρέσδης και μετά την πολεμική περίοδο (στην οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”